διαπειρῶμαι

διαπειρῶμαι
διαπειράομαι
make trial
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
διαπειράομαι
make trial
pres ind mp 1st sg
διαπειράομαι
make trial
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
διαπειράομαι
make trial
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
διαπειράομαι
make trial
pres ind mp 1st sg
διαπειράομαι
make trial
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
διαπειράζω
tempt
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαπειρώμαι — διαπειρῶμαι ( άομαι) (Α) [πειρώμαι] 1. δοκιμάζω κάποιον ή κάτι 2. προσπαθώ, επιχειρώ με επιμονή 3. προσπαθώ να δωροδοκήσω 4. γνωρίζω καλά, έχω πείρα σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ανάπειρα — ἀνάπειρα, η (Α) 1. δοκιμή, πρόβα 2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια 3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός» [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”